Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: όχου
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όχου [óxu] & όφου [ófu] επιφ. : (προφ.) συνήθ. δηλώνει έντονη δυσαρέσκεια· οχ: ~ πάλι αυτός είναι!

[μσν. όχου, νεοελλ. όφου < όχ, όφ με ανάπτ. φων. για να μην τελειώνει η λ. σε σύμφ. και συγκεκριμένα του [u] από επίδρ. του χειλ. [f] ή του υπερ. [x] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οχού [oxú] & ουχού [uxú] επιφ. : (προφ.) δηλώνει ποικίλα συναισθήματα, όπως ενθουσιασμό, χαρά, κούραση, πόνο, αποδοκιμασία, δυσαρέσκεια κτλ. ανάλογα με το χρωματισμό της φωνής και το περιεχόμενο των λόγων του ομιλητή: ~ τρέλες που θα κάνουμε!, ποπό. ~ τι μας περιμένει!, αλίμονό μας. Ουχού φοβάται το σκοτάδι!, δεν ντρέπεται και το φοβάται;

[ηχομιμ., ίσως και < τουρκ. oh! `καλό!, καλά να πάθεις!΄· υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ]

[Λεξικό Κριαρά]
όχου, επιφ.,
βλ. ώχου.
[Λεξικό Κριαρά]
οχουθρός ο,
βλ. εχθρός.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go