Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όχλησις ‑ση η.
-
- 1) Ενόχληση, αναστάτωση, στενοχώρια· ανησυχία:
- (Απολλών. 680), (Σκλάβ. 124).
- 2) Θόρυβος, φασαρία, ταραχή από συγκεντρωμένο πλήθος:
- ακούομεν όχλησιν πολλήν … φωνάς από ανεγνώριστον γλώσσαν να συντυχαίνουν (Λίβ. Esc. 2944· Διήγ. Βελ. χ. 446), (Διήγ. παιδ. 993)·
- εις τον τοίχον έχει μίαν θυρίδα … και απ’ αυτής εξέρχεται όχλησις και βρυγμός, ώσπερ μελισσίου πολλού (Προσκυν. Κουτλ. 156 7915).
- 3)
- α) Έριδα, διαμάχη:
- να παύσει απ’ εσάς η όχλησις και μάχη (Θησ. Έ [971]· Ζ́ [32])·
- β) λογομαχία, φιλονικία:
- εγένετο όχλησις μέσον του κονσούλου και του παΐλου (Πανάρ. 7529· Πουλολ. 467)·
- γ) πόλεμος, μάχη:
- (Θησ. (Foll.) I 28)·
- φουσσάτο διά όχλησιν ουδέν ευρίσκεις 'δένα (Χρον. Τόκκων 567).
- α) Έριδα, διαμάχη:
- 4)
- α) Δυσκολία, εμπόδιο:
- εξανοίξασιν … όλα τα παραγιάλια … κι είδασιν ποιο 'ν’ το κάλλιον που με ολιγότερη όχλησιν εκείνοι να σκαλώσουν (Θησ. (Foll.) I 44· Βίος Αλ. 2375)·
- β) (στον πληθ.) αντίξοες συνθήκες:
- αμελέστεροι υπάρχομεν των μαθημάτων αυτών (ενν. των αρχαίων σοφών) … διά τας οχλήσεις του νυν καιρού διά τε των … οχλήσεων του νυν αιώνος (Μάρκ., Βουλκ. 3421).
- α) Δυσκολία, εμπόδιο:
- 5) Παράπονο, διαμαρτυρία:
- κατακρίνεις με δίχα τινός αιτίας, από οχλήσεως τινών ανθρώπων χαιρεκάκων (Προδρ. II 71).
[αρχ. ουσ. όχλησις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Ενόχληση, αναστάτωση, στενοχώρια· ανησυχία:



