Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: όρχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όρχος ο [órxos] Ο18 : (στρατ.) ο ανοιχτός ή κλειστός χώρος στον οποίο είναι εγκατεστημένα ή φυλάσσονται τα στρατιωτικά οχήματα, άρματα ή πυροβόλα μιας μονάδας: ~ οχημάτων / αρμάτων / πυροβόλων.

[λόγ. < αρχ. ὄρχος `σειρά από οπωροφόρα δέντρα΄ σημδ. αγγλ. park (occupied by military vehicles) `“πάρκο” που κατέχεται από στρατιωτικά οχήματα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go