Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όρχος ο [órxos] Ο18 : (στρατ.) ο ανοιχτός ή κλειστός χώρος στον οποίο είναι εγκατεστημένα ή φυλάσσονται τα στρατιωτικά οχήματα, άρματα ή πυροβόλα μιας μονάδας: ~ οχημάτων / αρμάτων / πυροβόλων.
[λόγ. < αρχ. ὄρχος `σειρά από οπωροφόρα δέντρα΄ σημδ. αγγλ. park (occupied by military vehicles) `“πάρκο” που κατέχεται από στρατιωτικά οχήματα΄]



