Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όρισμα το.
-
- 1) Όριο, σύνορο·
- (συνεκδ.) η οροθετημένη περιοχή στην κυριαρχία κάπ.:
- εις τ’ άκρα, τ’ ορίσματα, τά έχω, τά δεσπόζω, πόθεν … πράττεις … ωσάν αφέντης (Βυζ. Ιλιάδ. 250).
- (συνεκδ.) η οροθετημένη περιοχή στην κυριαρχία κάπ.:
- 2) Διαταγή, εντολή:
- κατά το βασιλικόν όρισμα … οι γονείς τους … έβανάν τας (ενν. τας θυγατέρας) εις τα κάτεργα (Hist. Imp. (Rochow) 19520).
[αρχ. ουσ. όρισμα. Τ. όρισμαν και σήμ. ποντ.]
- 1) Όριο, σύνορο·



