Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: όπιον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
όπιον το.
  • Ο αποξηραμένος γαλακτώδης χυμός της παπαρούνας, όπιο:
    • το όπιον διαλύσας μετά οίνου … ιάτρευε τον ιέρακα (Ιερακοσ. 42413).

[μτγν. ουσ. όπιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go