Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: όλω
7 items total [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όλω [ólo] : μόνο στη λόγια έκφραση εν ~, ολικά, συνολικά.

[λόγ. δοτ. του αρχ. επιθ. ὅλος σημδ. γαλλ. en tout]

[Λεξικό Κριαρά]
ολώμος, επίθ.,
βλ. ολόωμος.
[Λεξικό Κριαρά]
ολωνεμπρός, επίρρ.· ολωνομπρός.
  • 1) (Τοπ.) μπροστά απ’ όλους, μπροστά μπροστά:
    • ολωνεμπρός επήγαιναν οι κάλλιοι καβαλάροι (Θησ. (Foll.) I 51).
  • 2)
    • α) (Χρον.) πριν απ’ όλα ή όλους, πρώτα πρώτα:
      • ολωνομπρός να φάμε κι ύστερα … ρεμέδιο 'ς τούτη τη δουλειά θέλομε βρει (Κατζ. Ά 116· Φορτουν. Ιντ. δ́ 118
    • β) εντελώς προκαταβολικά:
      • τα παίρνου τα προυκιά ολωνομπρός (Πανώρ. Δ́ 61).
  • 3) Κατά κύριο λόγο, προπάντων:
    • (Φορτουν. Ιντ. δ́ 10
    • η αφορμή απού μ’ έκαμε ολωνομπρός … και την πατρίδα εφήκα, ήτονε … (Φορτουν. Γ́ 291).

[<γεν. πληθ. του επιθ. όλος + επίρρ. εμπρός. Ο τ. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ολώριμος, επίθ.
  • Τελείως ώριμος, μεστωμένος, γινωμένος:
    • καρπόν ολώριμον (Λίβ. Sc. 1366).

[<ολο‑ + επίθ. ώριμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όλως [ólos] επίρρ. : (λόγ.) εντελώς, ολωσδιόλου: ~ τυχαίως / παραδόξως.

[λόγ. < αρχ. ὅλως]

[Λεξικό Κριαρά]
όλως, επίρρ.
  • 1)
    • α) Εντελώς, ολότελα:
      • (Κυπρ. ερωτ. 82), (Διγ. Z 3386
      • (επιτ.) με το επίρρ. διόλου, βλ. διόλου 1β·
    • β) (με επίθ. επιτ.):
      • (Διγ. Gr. 1481
      • έστιν όλως αναιδής όλως αιματωμένος (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Wagn.) 421).
  • 2) Πάρα πολύ:
    • (Πτωχολ. α 491
    • ο στρατός όλως αποτρομάξε (Κορων., Μπούας 62).
  • 3)
    • α) (Με άρν.) διόλου, καθόλου:
      • (Βίος Αλ. 3018), (Ερμον. Γ 138), (Διγ. Z 1733
    • β) (με χρον. σημασ.) ποτέ:
      • φωνής ουδείς μου ήκουσεν ή συντυχίας όλως (Διγ. Gr. 1444· Γλυκά, Στ. 340).
  • 4) (Επιτ.) με το καν, βλ. καν 9.
  • 5) (Επιτ.) αληθινά, πράγματι:
    • όλως ετόλμησας εσύ κι εσκότωσες την κόρην; (Απολλών. 515· Προδρ. IV 464).
  • 6) (Επιτ.) κιόλας, μάλιστα:
    • και εις τούτο όλως έχεις στόμα προσανοίξαι δε μοι; (Πτωχολ. α 771).
  • 7) (Με παραχωρ. σημασ.) έστω και λίγο:
    • αν όλως ελπίζομεν, ότι … θέλει συγχωρήσει αυτό η Εκκλησία … (Σφρ., Χρον. 11013).

[αρχ. επίρρ. όλως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολωσδιόλου [olozδiólu] επίρρ. : σε καταφατική πρόταση επιτείνει τη μειωτική σημασία του όρου της πρότασης που ακολουθεί· εντελώς, τελείως: ~ ανίκανος / τεμπέλης / ηλίθιος. Είναι ~ εκτός κλίματος.

[λόγ. < μσν. φρ. όλως διόλου]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go