Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: όδευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όδευση η [óδefsi] Ο33 : (λόγ., σπάν.) η ενέργεια του οδεύω.

[λόγ. < ελνστ. ὅδευ(σις) `πέρασμα μέσα από΄ -ση κατά τη σημ. του οδεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go