Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωφελιμοκρατία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωφελιμοκρατία η [ofelimokratía] Ο25 : ωφελιμισμός.

[λόγ. ωφέλιμ(ος) -ο- + -κρατία απόδ. αγγλ. utilitarianism]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες