Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωρομίσθιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωρομίσθιος -α -ο [oromísθios] Ε6 : που η αμοιβή του υπολογίζεται με βάση τις ώρες εργασίας· (πρβ. ημερομίσθιος): Έκτακτοι ωρομίσθιοι υπάλληλοι. Ωρομίσθια εργασία. || (ως ουσ.) ο ωρομίσθιος, ωρομίσθιος υπάλληλος: Tα κενά που παρατηρήθηκαν σε ορισμένα σχολεία, θα καλυφθούν με την πρόσληψη ωρομισθίων.

[λόγ. ωρομίσθι(ον) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go