Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωραιοπαθής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωραιοπαθής -ής -ές [oreopaθís] Ε10 : (για πρόσ.) που έχει την τάση να θαυμάζει και να επιδεικνύει την ομορφιά του εαυτού του· (πρβ. νάρκισσος).

[λόγ. ωραιο- + -παθής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες