Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωραιοπαθής -ής -ές [oreopaθís] Ε10 : (για πρόσ.) που έχει την τάση να θαυμάζει και να επιδεικνύει την ομορφιά του εαυτού του· (πρβ. νάρκισσος).
[λόγ. ωραιο- + -παθής]



