Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωκεάνιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωκεάνιος -α -ο [okeánios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον ωκεανό: Ωκεάνια λεκάνη. Ωκεάνια περίοδος, η κοσμογονική προϊστορική περίοδος κατά την οποία σχηματίστηκαν οι ωκεανοί και οι ήπειροι. || Ωκεάνιο κλίμα, το κλίμα των περιοχών που βρίσκονται κοντά σε ωκεανούς και υφίσταται την επίδρασή τους.

[λόγ. < ελνστ. Ὠκεάνειος (σφαλερή γραφή Ὠκεάνιος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go