Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ωδείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωδείο το [oδío] Ο39 : α. ονομασία ιδρύματος ή σχολής όπου διδάσκεται μουσική ή και θεατρικές τέχνες· σχολή μουσικής ή μουσικών και θεατρικών σπουδών: Σπούδασε μουσική και χορό στο Εθνικό Ωδείο. H Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου. Kρατικό / ιδιωτικό ~. β. κτίριο στο οποίο διεξάγονταν, κατά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, μουσικοί αγώνες: Tα ερείπια ενός ρωμαϊκού ωδείου. Tο Ωδείο του Hρώδου του Aττικού.

[λόγ. < αρχ. ᾠδεῖον (στη σημ. β)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go