Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψυχόρμητο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχόρμητο το [psixórmito] Ο40 : ορμέμφυτο ένστικτο.

[λόγ. ψυχ(ο)- 2 + ορμ(ή) -ητο, ουδ. του -ητος, σφαλερή δημιουργία (το αρχ. -τος παράγει παθ. ρηματ. επίθετα) μτφρδ. στη δημοτ. της λ. ορμέμφυτον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go