Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχωφελής -ής -ές [psixofelís] Ε10 : που συντελεί στη διάπλαση ηθικού και ενάρετου χαρακτήρα· ηθοπλαστικός. ANT ψυχοφθόρος: Ψυχωφελή αναγνώσματα.
[λόγ. < ελνστ. ψυχωφελής]



