Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψυχοπλάκωμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχοπλάκωμα το [psixoplákoma] Ο49 : (οικ.) αίσθημα μεγάλης ψυχικής πίεσης· κατάθλιψη: M΄ έπιασε ~ με το καταθλιπτικό έργο που είδα.

[ψυχοπλακώ(νω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go