Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψυχαγωγικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψυχαγωγικός -ή -ό [psixaγojikós] Ε1 : που ψυχαγωγεί: Ο ~ και διδακτικός χαρακτήρας των παραμυθιών. Οι ψυχαγωγικές και μορφωτικές εκπομπές της τηλεόρασης. Ψυχαγωγικό πρόγραμμα.

[λόγ. < αρχ. ψυχαγωγικός `δελεαστικός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες