Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψευδολόγημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψευδολόγημα το [psevδolójima] Ο49 : λόγος που περιέχει ψεύδη: H δήθεν μαρτυρία του δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα χυδαίο ~. || (συνήθ. πληθ.) ψέματα, ψεύδη, ψευδολογίες: Tέτοια ψευδολογήματα δεν ξανάκουσα.

[λόγ. < ελνστ. ψευδολόγημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go