Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψευδεπίγραφος -η -ο [psevδepíγrafos] Ε5 : 1.για κείμενο (παλαιότερης εποχής) το οποίο σώζεται με το όνομα άλλου και όχι του πραγματικού συγ γραφέα· (πρβ. νόθος): Ψευδεπίγραφες επιστολές. Ψευδεπίγραφο χρονικό. 2α. ως χαρακτηρισμός κειμένου που κατά τον ομιλητή έχει έναν τίτλο ψευ δή σε σχέση με το περιεχόμενό του: Ψευδεπίγραφο νομοσχέδιο. β. για ό,τι αναφέρεται με ψευδή χαρακτηρισμό: H ψευδεπίγραφη δόξα του παρελθόντος.
ψευδεπίγραφα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: ελνστ. ψευδεπίγραφος· 2: σημδ. αγγλ. spurious]



