Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψαχνό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαχνό το [psaxnó] Ο38 : 1α.κομμάτι από σφάγιο, χωρίς κόκαλα και λίπος· η σάρκα σε αντιδιαστολή προς το κόκαλο και το λίπος: Kομμάτι κρέας όλο ~. || (ως επίθ.): ~ κρέας. β. (προφ.) σάρκα, κρέας του ανθρώπινου σώματος, συνήθ. στην έκφραση βάζω (πάνω μου) ~, παχαίνω. ΦΡ πυροβολώ / ρίχνω / χτυπώ / βαρώ στο ~, πυροβολώ εναντίον ανθρώπου, χωρίς κανέ να δισταγμό, για να σκοτώσω (και όχι για να εκφοβίσω). γ. (πληθ.) τα ψαχνά, το κάτω τμήμα του ανθρώπινου κορμού· τα μαλακά. 2. (προφ.) α. κύριο ή επίμαχο σημείο θέματος· ουσία, ψητό: Άσε τα πολλά λόγια και έλα στο ~. β. αρκετό όφελος, κέρδος· (πρβ. ψητό, ψωμί): Έχει ~ η δουλειά.

[μσν. ψαχνόν ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. *ψαχνός, σαχνός `τρυφερός (για κρέας)΄ (σύγκρ. συγγ. αρχ. κατασώχω - ελνστ. σώχω, ψώχω `ψιλοτρίβω΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go