Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψαρόσουπα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαρόσουπα η [psarósupa] Ο27α : σούπα από ψάρι· (πρβ. κακαβιά): Nόστιμη / ζεστή ~.

[ψαρο- 1 + σούπα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go