Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψαρικό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαρικό το [psarikó] Ο38 : (προφ.) για κάθε είδους ψάρι ή αλίευμα που τρώμε: Έχουμε καιρό να φάμε κανένα ~. Tαβέρνα με ψαρικά.

[ψάρ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go