Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψαρίσιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαρίσιος -α -ο [psarísxos] Ε4 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στο ψάρι: Ψαρίσια μυρωδιά· (πρβ. ψαρίλα). 2. που παρουσιάζει ομοιότητες με κάποια χαρακτηριστικά του ψαριού: H ψαρίσια ουρά της γοργόνας. || Kοίταζε με τα χαζά, ψαρίσια μάτια του.

[ψάρ(ι) -ίσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go