Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψαμμόφιλος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψαμμόφιλος -η -ο [psamófilos] Ε5 : (για ζώο ή φυτό) που ζει ή φύεται σε αμμώδη εδάφη.

[λόγ. < γαλλ. psammophile < αρχ. ψάμμ(ος) -ο- + -phile = -φιλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go