Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ψάλσιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψάλσιμο το [psálsimo] Ο50 : α.η ενέργεια του ψέλνω, ο τρόπος με τον οποίο ψέλνει κάποιος. β. (μτφ.) έντονη επίπληξη.

[ψαλ- (ψέλνω) -σιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go