Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χύτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χύτης ο [xítis] Ο10 : ειδικευμένος εργάτης χυτηρίου.

[λόγ. < ελνστ. ή μσν. χύτης < χυ- (δες χύνω) -της]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go