Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χόνδρος ο [xónδros] Ο18 : (ανατ.) γαλακτόχρωμος στερεός και ελαστικός ζωικός ιστός που υπάρχει στις άκρες των οστών, στα πτερύγια των αυτιών, στο διάφραγμα της μύτης κτλ. και που αποτελεί το σκελετό ορισμένων κατώτερων σπονδυλωτών.
[λόγ. < αρχ. χόνδρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χονδρός -ή -ό [xonδrós] Ε1 : (λόγ.) χοντρός.
[λόγ. < αρχ. χονδρός]



