Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χωρο
20 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωρο- 1 [xoro] & χωρό- [xoró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται: 1. γενικά στην έννοια του χώρου (κυριολεκτικά ή μτφ.): ~θετώ· ~θέτηση. 2. (επιστ.) α. (στην τοπογραφία) σε κάποια εδαφική έκταση ή γενικότερα στην επιφάνεια της γης: ~γράφος, ~μέτρης· ~γραφία, ~μέτρηση, ~στάθμηση. β. (αρχιτ.) στη διάταξη των οικιστικών μονάδων μέσα στο χώρο: ~τάκτης· ~ταξία· ~τακτικός. γ. (φυσ.) στο χώρο ως έννοια της φυσικής: χωρόχρονος και ~χρόνος.

[λόγ. < αρχ. χωρο- θ. του ουσ. χῶρο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. χωρο-φιλῶ `συχνάζω σ΄ έναν τόπο΄ & μτφρδ.: χωρό-χρονος < γερμ. Raumzeit]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωρο- 2 : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στην επικράτεια μιας χώρας: ~φυλακή, ~φύλακας. || ~δεσπότης.

[λόγ. < ελνστ. χωρο- θ. του ουσ. χώρ(α) -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. χωρο-φύλαξ (δες στο χωροφύλακας)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωροβάτης ο [xorovátis] Ο10 : τοπογραφικό όργανο για τη μέτρηση υψομετρικών διαφορών.

[λόγ. < ελνστ. χωροβάτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωροδεσπότης ο [xoroδespótis] Ο10 : φεουδάρχης, τιμαριώτης.

[λόγ. χωρο- 2 + δεσπότης μτφρδ.(;) γερμ. Landesherr]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωροθέτηση η [xoroθétisi] Ο33 : η ενέργεια του χωροθετώ.

[λόγ. χωροθετη- (χωροθετώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωροθετώ [xoroθetó] -ούμαι Ρ10.9 : τοποθετώ κτ. χωροταξικά.

[λόγ. χωρο- 1 + -θετώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωρομέτρης ο [xorométris] Ο10 : αυτός που μετρά κάποια εδαφική έκτα ση με τα κατάλληλα τοπογραφικά όργανα.

[λόγ. < ελνστ. χωρομέτρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωρομέτρηση η [xorométrisi] Ο33 : η ενέργεια του χωρομετρώ.

[λόγ. χωρομετρη- (χωρομετρώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωρομετρώ [xorometró] -ούμαι Ρ10.9 : μετρώ κάποια εδαφική έκταση με τα κατάλληλα τοπογραφικά όργανα.

[λόγ. < ελνστ. χωρομετρῶ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χώρος ο [xóros] Ο18 : I1.έκταση, επιφάνεια που έχει ορισμένο πλάτος, μήκος ή και ύψος: Σπατάλη / στενότητα / εξοικονόμηση χώρου. Nεκρός* ~. || (ειδικότ.) α. υπαίθρια έκταση· εξωτερικός χώρος: Xώροι με πράσινο, πάρκα, κήποι. Ελεύθερος ~ για αναψυχή / για άθληση. β. χτισμένη επιφάνεια, δωμάτιο ή αίθουσα· εσωτερικός χώρος: Tο διαμέρισμα έχει μεγάλους / στενούς χώρους. Bοηθητικοί χώροι, κουζίνα, λουτρό, αποθήκη. ~ διδασκαλίας / δουλειάς. γ. γεωγραφική έκταση, περιοχή: Ευρωπαϊκός / μεσογειακός / ελληνικός ~. Ο εναέριος / θαλάσσιος ~ ενός κράτους. Zωτικός* ~. δ. κενός χώρος που μπορεί να καταλάβει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή πράγμα· θέση: Στο τραπέζι υπάρχει ~ για δώδεκα άτομα. Δεν υπάρχει άλλος ~ στην ντουλάπα. Άφησε χώρο για να γράψω κι εγώ στο γράμμα. Kάνε χώρο για να καθίσω και εγώ. Οι βιβλιοθήκες πιάνουν πολύ χώρο. || Δεν υπάρχει ~ για μένα σ΄ αυτό το σπίτι / σ΄ αυτή την πόλη, η παρουσία μου είναι αδιάφορη έως ενοχλητική. 2. (μτφ.) επαγγελματικός ή επιστημονικός τομέας, περιοχή ή περιβάλλον με το οποίο ασχολείται ή στο οποίο ανήκει κάποιος: Mελέτες / έρευνες στο χώρο της φυσικής / της ιατρικής. Πολιτικός που ανήκει στον κεντρώο / στον προοδευτικό / στο συντηρητικό χώρο. Ονόματα γνωστά στον πολιτικό / στο λογοτεχνικό / στον καλλιτεχνικό χώρο. II. (επιστ.) 1. (φιλοσ.) το άπειρο διάστημα μέσα στο οποίο κινείται η ύλη. 2α. (γεωμ.) το διάστημα των τριών διαστάσεων, που αποτελεί το αντικείμενο της στερεομετρίας, ή των δύο διαστάσεων, που αποτελεί το αντικείμενο της επιπεδομετρίας, στην ευκλείδεια γεωμετρία. || Ο χώρος των τεσσάρων / πέντε / άπειρων διαστάσεων, στη μη ευκλείδεια γεωμετρία. β. (φυσ.) ο χώρος των τεσσάρων διαστάσεων, η σχέση χώρου χρόνου· χωρόχρονος.

[λόγ.: I1α: αρχ. χῶρος· Ι1β-ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. espace, place, domaine & αγγλ. space, room & γερμ. Raum]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες