Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χωνευτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωνευτός -ή -ό [xoneftós] Ε1 : 1.που τον έχουν τοποθετήσει μέσα σε τοίχο ή σε ξύλο: Xωνευτή ηλεκτρική εγκατάσταση. ANT εξωτερική. Xωνευτές ντουλάπες, εντοιχισμένες. Xωνευτά χερούλια, χούφτες. 2. (για μέταλλα) χυτός.

[1: χωνεύ(ω) -τός· 2: λόγ. < ελνστ. χωνευτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go