Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χωμάτινος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χωμάτινος -η -ο [xomátinos] Ε5 : που είναι από χώμα ή από πηλό· χωματένιος: ~ δρόμος, χωματόδρομος. Xωμάτινο δάπεδο / φράγμα.

[λόγ. < μσν. χωμάτινος < χωματ- (χώμα) -ινος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go