Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χωμάτινος -η -ο [xomátinos] Ε5 : που είναι από χώμα ή από πηλό· χωματένιος: ~ δρόμος, χωματόδρομος. Xωμάτινο δάπεδο / φράγμα.
[λόγ. < μσν. χωμάτινος < χωματ- (χώμα) -ινος]



