Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χτικιάρης -α -ικο [xtikáris] Ε9 : (παρωχ., οικ.) α. φυματικός. β. αρρωστιάρης.
[μσν. κτικιάρης με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτικ(ιό) (δες στο χτικιό) -ιάρης]



