Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χτικιάρης -α -ικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χτικιάρης -α -ικο [xtikáris] Ε9 : (παρωχ., οικ.) α. φυματικός. β. αρρωστιάρης.

[μσν. κτικιάρης με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτικ(ιό) (δες στο χτικιό) -ιάρης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go