Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χτεσινός -ή -ό [xtesinós] & χθεσινός -ή -ό [xθesinós] Ε1 : ANT σημερινός, αυριανός. 1. που έγινε, παρουσιάστηκε ή ήρθε χτες: H χτεσινή συζή τηση / βροχή / εφημερίδα. Tο χτεσινό φαγητό / γεγονός. Οι χθεσινοί επισκέπτες μας. 2. που έγινε ή που ανήκει στο πρόσφατο παρελθόν: Aυτή η ιστορία είναι πολύ παλιά, δεν είναι χτεσινή. Οι χθεσινοί έφηβοι είναι οι σημερινοί νέοι. Οι σημερινοί αστοί είναι χθεσινοί αγρότες. 3. πολύ νέος στην ηλικία ή στο επάγγελμα: Ένα χτεσινό παιδί δεν μπορεί να αναλάβει τόσες ευθύνες. ~ επιστήμονας / πολιτικός.
[ελνστ. χθεσινός με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] · λόγ. επίδρ. στο χτεσινός]



