Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρωμάτισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρωμάτισμα το [xromátizma] Ο49 : η ενέργεια του χρωματίζω. 1. βάψιμο: Tο ~ του τοίχου. 2. (μτφ.): Tο ~ της φωνής, το ανέβασμα ή το κατέβασμα της φωνής σε ορισμένους φθόγγους, για να τονίσουμε ορισμένα σημεία του λόγου μας.

[λόγ. χρωματισ- (χρωματίζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go