Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρυσόμαλλος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρυσόμαλλος -η -ο [xrisómalos] Ε5 : που έχει χρυσά μαλλιά: Tο χρυσόμαλλο παιδί. || Tο χρυσόμαλλο δέρας, η προβιά μυθολογικού κριαριού που συνδέεται με την Aργοναυτική εκστρατεία.

[λόγ. < αρχ. χρυσόμαλλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go