Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρυσοχέρης ο [xrisoxéris] Ο11 θηλ. χρυσοχέρα [xrisoxéra] Ο25α : αυτός που ασχολείται με πολλή επιτυχία με δουλειές που απαιτούν μεγάλη επιδεξιότητα στα χέρια: Aυτή η νοικοκυρά / η κεντήστρα είναι χρυσοχέρα.
[μσν. χρυσοχέρης < χρυσο- + χέρ(ι) -ης· χρυσοχέρ(ης) -α]



