Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρυσαφένιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρυσαφένιος -α -ο [xrisafénos] Ε4 : 1.που έχει το χρώμα και τη λάμψη του χρυσού· χρυσαφής: Tο κορίτσι με τα χρυσαφένια μαλλιά. 2. (λαϊκότρ.) που είναι κατασκευασμένος από χρυσό· χρυσός.

[χρυσάφ(ι) -ένιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go