Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρυσαετός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρυσαετός ο [xrisaetós] & χρυσαϊτός ο [xris(ai)tós] Ο17 : είδος αετού· αετός ο αυτοκρατορικός.

[ελνστ. χρυσαετός· κατά το αετός > αϊτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go