Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρησμοδότης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρησμοδότης ο [xrizmoδótis] Ο10 : αυτός που έδινε χρησμούς.

[λόγ. < ελνστ. χρησμοδότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες