Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρησιμοθηρικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρησιμοθηρικός -ή -ό [xrisimoθirikós] Ε1 : που αναφέρεται στη χρησιμοθηρία: ~ σκοπός. Xρησιμοθηρικές επιδιώξεις. χρησιμοθηρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. χρησιμοθηρ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go