Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρεοστάσιο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρεοστάσιο το [xreostásio] Ο40 : (νομ.) προσωρινή αναβολή της πληρωμής χρεών ή της δίωξης γι΄ αυτά: Tο κράτος κήρυξε ~.

[λόγ. χρέ(ος) -ο- + -στάσιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go