Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χρειώδη τα [xrióδi] Ο (βλ. Ε11) : (λόγ.) τα απαραίτητα πράγματα: Tο γραφείο / το διαμέρισμα είναι εξοπλισμένο με όλα τα ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του ελνστ. επιθ. χρειώδης `που βρίσκεται σε ανάγκη΄]



