Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χρειώδη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χρειώδη τα [xrióδi] Ο (βλ. Ε11) : (λόγ.) τα απαραίτητα πράγματα: Tο γραφείο / το διαμέρισμα είναι εξοπλισμένο με όλα τα ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του ελνστ. επιθ. χρειώδης `που βρίσκεται σε ανάγκη΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go