Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χορίαμβος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χορίαμβος ο [xoríamvos] Ο20α : στην αρχαία ελληνική μετρική, ο μετρικός πόδας που αποτελείται από έναν τροχαίο και από έναν ίαμβο.

[λόγ. < ελνστ. χορίαμβος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go