Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χοράρχης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοράρχης ο [xorárxis] Ο10 : αυτός που διευθύνει εκκλησιαστικό χορό.

[λόγ. χορ(ός) + -άρχης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go