Παράλληλη αναζήτηση
| 17 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοντρο- [xondro] & χοντρό- [xondró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & χοντρ- [xondr], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. είναι χοντρό, παχύ. ANT λεπτο-: χοντρόφλουδος, χοντρόχερος. || (για άνθρ.) ~καμωμένος, ~πρόσωπος, χοντρόσωμος. 2. υπονοεί άτεχνη, άκομψη επεξεργασία: ~δουλειά, ~δουλεμένος. ANT λεπτο-, ψιλο-. 3. αναφέρεται στη συμπεριφορά, στις εκδηλώσεις άξεστου ανθρώπου: χοντράνθρωπος, ~χωριάτης. 4. με αναφορά σε μεγάλες ποσότητες: χοντρέμπορος, χοντρεμπόριο.
[θ. του επιθ. χοντρ(ός) -ο-]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοντροαλεσμένος -η -ο [xondroalezménos] & χοντραλεσμένος -η -ο [xondralezmé nos] Ε3 : που τον έχουν αλέσει σε χοντρούς κόκκους: Xοντροαλεσμένο αλεύρι.
[χοντρο-, χοντρ(ο)- + αλεσμένος μππ. του αλέθω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοντροδουλειά η [xondroδulá] Ο24 : 1.δουλειά, συνήθ. του σπιτιού, που χρειάζεται κόπο και σωματική αντοχή: Tο πλύσιμο και το σφουγγάρισμα είναι χοντροδουλειές. 2. δουλειά που δε χρειάζεται ιδιαίτερη επιδεξιότη τα. ANT λεπτοδουλειά. || (επέκτ.) κακότεχνη δουλειά.
[χοντρο- + δουλειά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοντροκαμωμένος -η -ο [xondrokamoménos] Ε3 : 1.(για πρόσ.) μεγαλόσωμος και άκομψος. 2. (για πργ.) που είναι άτεχνα κατασκευασμένος. || Xοντροκαμωμένο πρόσωπο.
[χοντρο- + καμωμένος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοντροκεφαλιά η [xondrokefa
á] Ο24 : η ιδιότητα του χοντροκέφαλου. [χοντροκέφαλ(ος) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοντροκέφαλος -η -ο [xondrokéfalos] Ε5 : (οικ.) 1. για κπ. που δύσκολα μαθαίνει ή καταλαβαίνει κτ. 2. ισχυρογνώμονας.
[χοντρο- + κεφάλ(ι) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοντροκόκαλος -η -ο [xondrokókalos] Ε5 : (οικ.) που τα κόκαλα του σκελετού του είναι χοντρά: Aν και είναι σχετικά λεπτός, είναι ~ και ζυγίζει περισσότερο από το κανονικό.
[χοντρο- + κόκαλ(ο) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοντρόκοκκος -η -ο [xondrókokos] Ε5 : που έχει χοντρούς κόκκους. ANT λεπτόκοκκος: Xοντρόκοκκη άμμος.
[χοντρο- + κόκκ(ος) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοντροκομμένος -η -ο [xondrokoménos] Ε3 : 1α.που τον έχουν κόψει σε μεγάλα κομμάτια ή που τον έχουν αλέσει σε χοντρούς κόκκους: Xοντροκομμένη φέτα. Xοντροκομμένα λαχανικά. ~ καφές. β. (για πρόσ.) μεγαλόσωμος και άκομψος. 2. (μτφ.) α. που τον χαρακτηρίζει το κακό γούστο και η έλλειψη λεπτότητας· χονδροειδής3: Xοντροκομμένη φάρσα. Xοντροκομμένο αστείο. || Xοντροκομμένο ψέμα, υπερβολικό και αστήριχτο, που δεν πείθει. β. που δεν αναφέρεται σε λεπτομέρειες, πολύ γενικός: Xοντροκομμένο παράδειγμα.
[χοντρο- + κομμένος μππ. του κόβω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χοντροκοπιά η [xondrokopxá] Ο24 : 1.άτεχνη, άκομψη δουλειά: Πολύ ~ αυτό το τραπέζι. 2. άνθρωπος: α. μεγαλόσωμος και άκομψος: Aυτή η γυναίκα είναι μια ~. β. με άξεστους τρόπους.
[< χοντροκοπ(ώ) `χοντροκόβω΄ (< χοντρο- + -κοπώ) -ιά]



