Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χοληδόχος -ος -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χοληδόχος -ος -ο [xoliδóxos] Ε14 : (ανατ.) που περιέχει ή που δέχεται χολή: ~ κύστη / πόρος.

[λόγ. < ελνστ. χοληδόχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go