Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χλωρικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χλωρικός -ή -ό [xlorikós] Ε1 : (χημ.) για ενώσεις που περιέχουν χλώριο και οξυγόνο: Xλωρικό οξύ. Xλωρικά άλατα. Xλωρικό κάλιο / νάτριο.

[λόγ. < γαλλ. chlorique < chlor(e) = χλώρ(ιον) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go