Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χλεύη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χλεύη η [xlévi] Ο30 : (λόγ.) κοροϊδία: Έγινε το αντικείμενο της χλεύης και του εμπαιγμού της κοινωνίας.

[λόγ. < αρχ. χλεύη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες