Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιονοδρομικός -ή -ό [xonoδromikós & xionoδromikós] Ε1 : που έχει σχέση με τις χιονοδρομίες: Xιονοδρομικό κέντρο. Xιονοδρομική πίστα. Xιονοδρομικοί αγώνες.
[λόγ. χιονοδρόμ(ος) -ικός]



