Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χιλιόχρονος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιλιόχρονος -η -ο [xióxronos] Ε5 : α.που έχει διάρκεια, ζωή χιλίων ετών· χιλιετής: Tο Bυζάντιο έχει χιλιόχρονη ιστορία. Mια χιλιόχρονη ελιά. β. (ευχή) (να είσαι) ~!, να ζήσεις πάρα πολλά χρόνια.

[χιλιο- 1 + χρόν(ος) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go