Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- χιλιετής -ής -ές [xilietís] Ε10 : που έχει διάρκεια, ζωή χιλίων ετών· χιλιόχρονοςα: H ~ ιστορία του Bυζαντίου. Οι χιλιετείς μονές του Aγίου Όρους.
[λόγ. < αρχ. χιλιετής]



