Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: χερικό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χερικό το [xerikó] Ο38 : μόνο στις εκφράσεις κάνω ~, κάνω την αρχή μιας εργασίας ή μιας ενέργειας: Mου έκανε ~ πρωί πρωί στο μαγαζί· ΣYN έκφρ. μου έκανε σεφτέ. έχει καλό / κακό ~, φέρνει γούρι / γρουσουζιά στη δουλειά που πρωτοαρχίζει.

[μσν. χερικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. χερικός < χέρ(ι) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go